λαθρεμπόρευμα

λαθρεμπόρευμα
το
αντικείμενο που προέρχεται από λαθρεμπόριο, εμπόρευμα που εισάγεται ή εξάγεται λαθραία, χωρίς εκτελωνισμό και δασμολόγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρεμπορεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοντραμπάντο — το (Μ κοντραμπάντο) 1. λαθρεμπόριο 2. συνεκδ. εμπόρευμα που προέρχεται από λαθρεμπόριο, λαθρεμπόρευμα 3. μτφ. τέχνασμα, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrabbando] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”